εὐπλοίη

εὐπλοίη
εὐπλοΐη , εὔπλοια
a fair voyage
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύπλοια — η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα) 1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι 2. επών. τής Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο (τού εύπλους) + κατάλ. ια (πρβλ. αντί πλοια, ά πλοια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”